- ἀπίστησε
- ἀ̱πίστησε , ἀπιστέωto beaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπιστέωto beaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απιστώ — απίστησα 1. δυσπιστώ: Απιστούσε σ ό,τι του έλεγα. 2. δεν πιστεύω στο χριστιανισμό: Απιστούσε σε πολλές χριστιανικές διδασκαλίες. 3. δεν κρατώ τις υποσχέσεις μου, είμαι ανειλικρινής: Απίστησε στις συμφωνίες που είχε κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπίστησ' — ἀπίστησι , ἀφίστημι put away pres ind act 3rd sg (ionic) ἀπίστησαι , ἀφίστημι put away pres ind mp 2nd sg (ionic) ἀ̱πίστησα , ἀπιστέω to be aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἀ̱πίστησο , ἀπιστέω to be plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πίστησο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)